- θεμερόφρων
- θεμερόφρων, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «συνετός, σώφρων».[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. ά-φρων, παρά-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεμερόφρονας — θεμερόφρων of grave and serious mind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek